Ο όρος Ultra-Broadband (ευρυζωνικότητα υπερυψηλών ταχυτήτων) κερδίζει σταθερά έδαφος στην τηλεπικοινωνιακή αγορά. Τι σημαίνει όμως και πώς ταιριάζει στην ελληνική πραγματικότητα;
Τα δίκτυα υπερυψηλών ταχυτήτων προσφέρουν γρήγορες και εύκολες συνδέσεις με τα πάντα, κάθε ώρα και παντού. Και οι χρήστες τους απολαμβάνουν υψηλής ποιότητας εμπειρία είτε πρόκειται για την παρακολουθηση ψυχαγωγικών βίντεο από φορητές συσκευές είτε για τη χρήση εταιρικών εφαρμογών μέσω cloud ή την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας από κάποιο απομακρυσμένο χωριό. Πώς όμως είναι όλα αυτά δυνατά;
Ένας τρόπος είναι μέσω των λεγομένων δικτύων οπτικής ίνας στο κτήριο (Fiber to the Building – FTTB) και οπτικής ίνας στο σπίτι (Fiber to the Home – FTTH), τα οποία μπορούν να προσφέρουν ταχύτητες της τάξης του 1 Gbit/s εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα το κατάλληλο επίπεδο ποιότητας ανά τύπο προσφερόμενης υπηρεσίας. Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με το FTTH Council Europe, ο αριθμός των FTTB/FTTH συνδρομητών στην Ευρώπη άγγιξε τα 14.5 εκατομμύρια στα τέλη του 2014, σημειώνοντας 50% αύξηση από τον προηγούμενο χρόνο. Αν και τα νούμερα αυτά είναι εντυπωσιακά, ωστόσο οι FTTH συνδρομητές συνεχίζουν να αποτελούν μόλις το 4% του συνόλου των ευρυζωνικών συνδέσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη ενώ οι FTTB συνδρομητές μόλις το 2%.
Οι λόγοι για την παραπάνω εικόνα δεν είναι μόνο τεχνικοί. Ορισμένοι άλλοι βασικοί παράγοντες περιλαμβάνουν την απουσία σε πολλές περιπτώσεις ρυθμιστικού πλαισίου καθώς και το υψηλό κόστος επένδυσης και το χρόνο που απαιτείται για την επίτευξη ικανοποιητικής κάλυψης. Είναι γεγονός ότι, αν οι πάροχοι στηρίζονταν αποκλειστικά στην οπτική ίνα για να προσφέρουν στους πελάτες τους ταχύτητες μεγαλύτερες των 100 Mbit/s, θα χρειάζονταν δεκαετίες για να φτάσουμε κοντά σε εθνική κάλυψη.
Υπάρχουν εναλλακτικές;
Μια άλλη εναλλακτική είναι η αξιοποίηση των πρόσφατων ριζοσπαστικών καινοτομιών στον τομέα των τεχνολογιών μετάδοσης μέσω χαλκού, οι οποίες ανοίγουν το δρόμο για ταχύτητες αντίστοιχες με εκείνες των οπτικών ινών κάνοντας χρήση των υπαρχουσών υποδομών. Σε μια προσπάθεια να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις δυνατότητες του χαλκού, η τηλεπικοινωνιακή αγορά επενδύει σε μια σειρά από καινοτόμες τεχνολογίες όπως τα VDSL2 Vectoring, bonding, Vplus και G.Fast, οι οποίες προσφέρουν ταχύτητες εκατοντάδων Mbit/s και είναι πιο γρήγορες στην ανάπτυξη και λιγότερο δαπανηρές από την εγκατάσταση οπτικής ίνας σε κάθε σπίτι.
Τα παραπάνω αναδεικνύουν ότι το ζήτημα της ευρυζωνικότητας είναι διττό. Από τη μια πλευρά υπάρχει το πρόβλημα του «χρόνου εισαγωγής στην αγορά» (time to market), όπου ο χαλκός έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και από την άλλη υπάρχει το θέμα της χωρητικότητας όπου η οπτική ίνα είναι ο αδιαμφισβήτητος νικητής. Παρ’ ότι η οπτική ίνα στο σπίτι αποτελεί βασικό μακροπρόθεσμο στόχο των παρόχων, η πρακτική λύση σήμερα βρίσκεται κάπου στη μέση, σε ένα έξυπνο μείγμα νέας οπτικής ίνας και αναβαθμισμένου χαλκού, ικανού να προσφέρει υπερυψηλές ταχύτητες σε μεγαλύτερη πελατειακή βάση και σε συντομότερο χρονικό διάστημα από ποτέ – παράγοντας έτσι περισσότερα κέρδη που μπορούν στη συνέχεια να επενδυθούν στην περαιτέρω ανάπτυξη οπτικών δικτύων. Με τον τρόπο αυτό, η ευρυζωνικότητα ανάγεται πλέον σε ερώτημα όχι χαλκού ή οπτικής ίνας αλλά χαλκού και οπτικής ίνας.
Ultra-Broadband Δικτύωση: το μέλλον της ελληνικής αγοράς
Η Ελλάδα έχει μόλις πρόσφατα αρχίσει να κάνει τα πρώτα βήματα προς την ευρυζωνική διείσδυση υπερυψηλών ταχυτήτων. Από την πρώτη εμπορική της διαθεσή στην ελληνική αγορά στα τέλη του 2011, η τεχνολογία VDSL2 κερδίζει συνεχώς έδαφος. Σήμερα, οι κυριότεροι έλληνες πάροχοι DSL (OTE, HOL, WIND, Forthnet, CYTA) προσφέρουν πακέτα υπηρεσιών VDSL2 και η αντίστοιχη συνδρομητική βάση αυξάνει σταθερά χρόνο με το χρόνο. Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα σκοράρει ακόμα χαμηλά στην ultra-broadband διείσδυση, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, βασικοί παίχτες της ελληνικής τηλεπικοινωνιακής αγοράς έχουν δηλώσει την υποστήριξή τους στο όραμα της «Ψηφιακής Ατζέντας για την Ευρώπη 2020» (Digital Agenda for Europe 2020), η οποία προβλέπει την περαιτέρω ανάπτυξη και επέκταση της ευρυζωνικότητας στην Ευρώπη με στόχο 100% πληθυσμιακή κάλυψη για ταχύτητες εώς 30 Mb/s και 50% κάλυψη για ταχύτητες εώς 50 Mb/s μέχρι το 2020.
Θα μπορούσε η Ελλάδα να εκπληρώσει αυτό το στόχο μονάχα μέσω της υπάρχουσας εγκατεστημένης VDSL2 τεχνολογίας; Αν και θεωρητικά το απλό VDSL2 μπορεί να προσφέρει ταχύτητες έως 100 Mbit/s, στην πραγματικότητα οι παρεμβολές από γειτονικές γραμμές χαλκού (cross-talk interference) μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση της ταχύτητας κάτω από τα 40 Mbit/s.
bonding Vectoring G.Fast & Vplus
Μία επιλογή για την επίτευξη μεγαλύτερου εύρους ζώνης είναι μέσω της μεθόδου VDSL2 bonding, η οποία συνδυάζει πολλαπλά ζεύγη καλωδίων προκειμένου να πετύχει αύξηση της διαθέσιμης χωρητικότητας ή επέκταση της προσιτότητας του δικτύου χαλκού για ένα δεδομένο εύρος ζώνης. Αυτή η τεχνική ωστόσο δεν επιλύει το πρόβλημα των παρεμβολών.
Για το σκοπό αυτό έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια η μέθοδος VDSL2 Vectoring, μια πρωτοποριακή τεχνολογία που στοχεύει στην εξάλειψη των παρεμβολών από άλλα ζεύγη χαλκού επιτρέποντας έτσι την πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του VDSL2 και την επίτευξη ταχυτήτων της τάξης των 100 Mbit/s σε αποστάσεις έως 400 μέτρα μεταξύ του σημείου διανομής και του συνδρομητή. Σήμερα το VDSL2 Vectoring εξαπλώνεται παγοσμιώς ενώ χρησιμοποιείται ήδη με επιτυχία από πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία, η Ιρλανδία, η Ολλανδία κτλ. και αποτελεί ένα πολλά υποσχόμενο επόμενο βήμα για την ελληνική τηλεπικοινωνιακή αγορά.
Καθώς η τεχνολογία Vectoring γίνεται ολοένα και πιο ώριμη, νέες ριζοσπαστικές λύσεις αρχίζουν να αναπτύσσονται, όπως to G.Fast και το Vplus, προσφέροντας σημαντικά μεγαλύτερες ταχύτητες για μικρότερους βρόχους. Το G.Fast είναι μια τεχνολογία η οποία εκμεταλλεύεται το φάσμα υψηλών συχνοτήτων του χαλκού για να πετύχει συνολικές ταχύτητες (downstream και upstream) έως 1 Gbit/s σε μικρότερες αποστάσεις. Από την άλλη πλευρά, το Vplus είναι περισσότερο κατάλληλο για βρόχους μεσαίου μήκους, όπου το σημείο διανομής βρίσκεται περίπου 300 μέτρα από το συνδρομητή, και έρχεται να καλύψει το κενό μεταξύ του Vectoring και του G.Fast, προσφέροντας υψηλότερες ταχύτητες από το VDSL2 Vectoring σε μεγαλύτερες αποστάσεις από το G.Fast (200 Mbit/s συνολική ταχύτητα πάνω από τα 400 μέτρα και πάνω από 300 Mbit/s για βρόχους μικρότερους των 200 μέτρων).
Και η οπτική ίνα;
Παράλληλα με τις εξελίξεις στον τομέα του χαλκού, η οπτική ίνα παραμένει πάντα μια ώριμη και διαχρονική επιλογή και, παρά το αρχικά υψηλότερο κόστος επένδυσης και το μακρύτερο χρόνο ανάπτυξης, προσφέρει σημαντικά μεγαλύτερο εύρος ζώνης με χαμηλότερα λειτουργικά έξοδα. Τα Παθητικά Οπτικά Δίκτυα (Passive Optical Networks – PON) είναι σήμερα ευρέως διαδεδομένα σε όλο τον κόσμο, με το GPON (Gigabit Passive Optical Network) να αποτελεί την προτιμώμενη επιλογή μεταξύ των μεγαλύτερων παρόχων που επιθυμούν να προσφέρουν στους συνδρομητές τους την ευρυζωνική εμπειρία του 1 Gbit/s. Για παρόχους που χρειάζονται ακόμα μεγαλύτερες χωρητικότητες για εταιρικούς ή οικιακούς πελάτες καθώς και για λύσεις backhauling, η νέα γενιά PON (Next Generation PON – NG-PON2), που προτυποποιήθηκε μόλις φέτος, αυξάνει περαιτέρω τη χωρητικότητα σε ένα πρωτόγνωρο εύρος ζώνης της τάξης των 40 Mbit/s.
Η ανάπτυξη δικτύου οπτικής ίνας αποτελεί μια ενδιαφέρουσα πρόκληση για την ελληνική αγορά. Ωστόσο, οι πάροχοι έχουν τώρα την ευκαιρία να κατανείμουν την FTTH/FTTB επένδυση σε περισσότερες από μία φάσεις. Οι γραμμές χαλκού μπορούν να αντικατασταθούν με οπτική ίνα σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, αφού έχουν πρώτα αποφέρει έσοδα από τις διευρυμένες υπηρεσίες που μπορούν να προσφερθούν μέσω των τεχνικών VDSL2 vectoring, Vplus και G.fast. Με τη χρήση των τεχνολογιών χαλκού, οι έλληνες πάροχοι μπορούν να εξασφαλίσουν υψηλότερες ταχύτητες για ένα μεγαλύτερο αριθμό πελατών. Και όταν οι συνδρομητές εξοικειωθούν με τα οφέλη της υπερ-ευρυζωνικότητας, η αύξηση της ζήτησης για οπτική ίνα στο σπίτι είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσει.